ραγκλάν

ραγκλάν
το, Ν
άκλ. βλ. ρεγκλάν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ράγκλαν, Φιτζρόι Τζέιμς Χένρι Σόμερσετ λόρδος του — (Raglan, 1788 – 1855). Άγγλος στρατάρχης. Κατετάγη στον στρατό το 1804. Το 1808 έγινε υπασπιστής και το 1810, ως γραμματέας του Γουέλινγκτον, πήρε μέρος στους ναπολεόντειους πολέμους και έχασε το χέρι του στη μάχη του Βατερλό (1815). Αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • ρεγκλάν — και ραγκλάν, το, Ν επανωφόρι ή ζακέτα με ριχτά μανίκια, τα οποία δεν έχουν κοπεί και ραφεί χωριστά, ούτε έχουν προστεθεί εκ τών υστέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. raglan, από το όν. τού Βρετανού στρατάρχη F. J. Η. Somerset, Baron Raglan] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”